Τα όνειρα σου μην τα λες γιατί μια μέρα κρύα
μπορεί και οι φροϋδιστές να'ρθούν στην εξουσία.
Δέκα λογιώ οι παλικαριές οι εννιά να δραπετεύεις
και οι αγάπες δυό λογιώ στη μιά καλογερεύεις.
Λοιπόν μεγάφωνα παντού όλο χαρτιά η Μπενάκη
μα δεν υπήρχε ούτε ψυχή και φύσηξ'αεράκι.
Κι αρχίσαν όλα να γυρνούν σαν στοιχειωμένο τσίρκο
ανοίγει μια καταπακτή και πέφτω πλάϊ στον Κύρκο.
Κοιτούσε σάμπως για ταξί του λέω καλησπέρα
αλλά εμείς και μόνο εμείς ξεμείναμε εδώ πέρα.
Αμέσως έγινε καπνός σαν μιά δεκαετία
το σκάει νομίζοντας κι αυτός πως ήμουν "Συμμαχία"
Γινόταν ο κατακλυσμός (γινόταν ο κατακλυσμός) το'πε και το δελτίο
και μπήκα σ'ένα ασανσέρ (και μπήκα σ'ένα ασανσέρ) γιατί δεν είχε πλοίο
μαζί μου μπαίνουνε πολλοί (πω πω πω ντουνιάς) σχεδόν καμμιά χιλιάδα
νομίζω κι ο Καραμανλής (ωχ αμάν αμάν) μαζί με την Ελλάδα
το ασανσέρ αγκομαχά (το ασανσέρ αγκομαχά) επικρατεί ζουρλάδα
η Ελλάδα αρχίζει να γελά (η Ελλάδα αρχίζει να γελά) και γίνεται γελάδα
και μιά φωνή με προφορά (ωχ αμάν αμάν) απ'των Σερρών την Πρώτη
ρωτάει άμα συμφωνώ (ωχ αμάν αμάν) να γίνουμε Ευρώπη.
Μα κι αν ταΐσεις του απαντώ (μα κι αν ταϊσεις του απαντώ) κακάο την γελάδα
δεν θα'ναι πάλι πιθανόν (δεν θα'ναι πάλι πιθανόν) ν'αρμέξεις σοκολάδα.
Και το κουβούκλιο κάνει μπάμ (και το κουβούκλιο κάνει μπάμ) και μέσα απ'την αιθάλη
ανέβηκε ένας κουρνιαχτός (ανέβηκε ένας κουρνιαχτός) που'χε διπλό κεφάλι
το ένα ήταν Θεσσαλός (ωχ αμάν αμάν) στο σχήμα του Φλωράκη
το παραδίπλα Ανδρεϊκός (ωχ αμάν αμάν) με γειά και το μπλουζάκι.
Τον λόγο τους αντανακλά (τον λόγο τους αντανακλά ) σαν κάτοπτρο το πλήθος
και όπως άλλαζα βρακί (και όπως άλλαζα βρακί) μου βγήκε αυτός ο στίχος:
μπορεί κανίβαλος ποτέ (ωχ αμάν αμάν) να εκπροσωπήσει τάχα
όλους τους φίλους τους παλιούς (ωχ αμάν αμάν) που έχει στη στομάχα;
Κι αμέσως χέρια με τραβούν (κι αμέσως χέρια με τραβούν) γραμμή στο κυλικείο
αλλά ξυπνάω ευτυχώς (αλλά ξυπνάω ευτυχώς) στο κρίσιμο σημείο.
Ξυπνώ και βλέπω την ψυχή που εδώ και δέκα χρόνια
ενώ την λάτρεψα πολύ της είπα λάθος λόγια.
Κι αν σ'αγαπώ θα σου κλαφτώ που μες στην κοινωνία
της ευτυχίας σου ζητάς την επιπλοποιϊα
χωνεύεις δέντρο εξωτικό μην κάνεις την αθώα
η ευτυχία τζιέρι μου είναι την για τα ζώα
λοιπόν για βάλε ένα παλτό και δώσ'μου τη βαλίτσα
για'κεί που ανάβει τη φουφού η Ψωροκωσταινίτσα.
Και να, το ταίρι μου κι εγώ σαν τους πρωτοφευγάτους
στων εκλογών του '77 γυρίζαμε τους βάλτους.
Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Κέρκυρα και Ιόνιο
μες στην καρδιά σου άσε να μπούν
και θα την κάνεις ψώνιο.
Μοιάζει να το'πε το Πασόκ ο Σολωμός ή ο Τσάτσος
θα πω κι εγώ ένα σιγανό μην μας ακούσει ο μπάτσος.
Στα όνειρά μου σας καλώ και σας και την κυρά σας
κι ελπίζω να καλέσετε κι εμάς απ'τη μεριά σας.
(Έτσι μωρε, χωρίς λόγο κι αφορμή)